υποψιαστικώς

υποψιαστικώς
Α
επίρρ. με υποψίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποψία, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *ὑποψιαστικός (< αμάρτυρο αρχ. ρ. *ὑποψιάζομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”